αλλήθωρος

αλλήθωρος
-η, -ο (Μ ἀλλήθωρος)
αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ' άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ-όφθαλμος (< ἕτερος + ὀφθαλμός). Για την τροπή τού -ο- σε -η- πρβλ. τα μσν. ανήφορος < μετακλασσ. ἀνώφερος (< αρχ. ἀνωφερής), καλήθωρος < καλόθωρος (< καλός + θωρῶ) κ.λπ.
ΠΑΡ. αλληθώρης, αλληθωριά, αλληθωριάζω, αλληθωρίζω, αλληθωρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλήθωρος, -η, -ο — και αλληθώρης, α, ικο αυτός που στραβίζει: Πιο πολύ όμως στενοχωριόταν επειδή ήταν αλλήθωρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έπιλλος — ἔπιλλος, ον (Μ) αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • αλληθωρίζω — (και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός] …   Dictionary of Greek

  • γκαβός — και γκαϊδός, ή, ό ο αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) gavŭ < λατ. cavus. Αβάσιμη θεωρείται η αναγωγή της λ. στο αρχ. σκαμδός «αλλήθωρος»] …   Dictionary of Greek

  • ζαρομάτης — α και ισσα, ικο αλλήθωρος, λοξομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρός «αλλήθωρος» + μάτι] …   Dictionary of Greek

  • σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • φολκός — ὁ, Α 1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.) 2. πιθ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού… …   Dictionary of Greek

  • ίλλος — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… …   Dictionary of Greek

  • αλλήθωρης — ο (θηλ. α) παράλληλος τύπος τής λέξης αλλήθωρος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”